Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...


Ποιός να σου το' λεγε Εμμανουήλ; Σπουδές, πτυχία, δουλειά και εκπαίδευση... Μεταφράσεις και διασκευές, όλη η ζωή σου γύρω απ'την τέχνη του λόγου. Αγώνας και αγωνία για τις δάφνες της δόξας των Μουσών; Έναν στέφανο μνήμης στον ποιητή με το τόσο σπουδαίο όνομα... Εμμανουήλ Καίσαρ!!! Αληθινός Καίσαρ, σε μια θάλασσα ποιητών πληβείων...(;)
Και έμεινες πίσω, σε μας, από μια σου φράση "Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...", σε μια στιγμή δημιουργικής ποιητικής μελαγχολίας, μιαν ανάσα της λογοτεχνικής μόδας της εποχής σου (Ο Κώστας Στεργιόπουλος διακρίνει στο έργο του δυο φάσεις, την πρωιμότερη που κυριαρχείται από στοιχεία νεορομαντισμού και κοσμοπολιτισμού (στα χνάρια του Κώστα Ουράνη) και τη δεύτερη, που σηματοδότησε το πέρασμά του στο συμβολιστικό ρεύμα και την καθαρή ποίηση των Baudelaire, Valery, Mallarme, αλλά και του Απόστολου Μελαχρινού). Κανείς όμως κι αυτήν δεν την θυμάται! Ανάξια λόγου ή ένας στίχος που φρόντισε να σβήσει, χαράσσοντάς την βαθύτερα στην συλλογική μας μνήμη, η αρμύρα στα μάτια ενός ασυρματιστή του εμπορικού μας ναυτικού (χωρίς σπουδές, χωρίς πτυχία, χωρίς εκπαίδευση και μεταφράσεις)... ; Λιτά, απλά και ελληνικά (ό,τι κι αν αυτό σημαίνει), φρόντισε να σου δώσει τις δάφνες της αιωνιότητας που ίσως επιθυμούσες όταν έσβηνες από το ζάχαρο σε εκείνο το παλιό Νοσοκομείο της Αθήνας.
Ίσως εκεί που πράγματι, φαινόταν πια πως τίποτα - τίποτα δε σε σώζει, να έκανες εκείνο το τελευταίο όμορφο ταξίδι που ο θαλασσινός Καββαδίας απάντησε σε Σένα, έναν ποιητή, ως απόκριση σε έναν πρόσκαιρο, ίσως και επιπόλαιο πεσιμισμό σου:

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι
Που του γραφείου σου πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
Να φύγει κράζοντας βραχνά χτυπώντας τα φτερά του
Προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ’ αυτές απλά να σε εσύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες

Κάτι που θα ‘κανε τα υγρά παράδοξα σου μάτια
Που αβρές μαθητριούλες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιητές
Χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνε
Με κάποιο τρόπο που όπως λεν δεν γέλασαν ποτέ

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ’οδηγώ

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας ινδής που θα χορέψει
Γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα
θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από πεζό χωμάτινο ένα μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.

Δεν υπάρχουν σχόλια: