Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Fucking Hangover...

Tι με κοιτάς;
είναι ώρα που με κοιτάει, το νιώθω, αλλά αυτό το γαμημένο μεθύσι δεν με αφήνει να σηκωθώ να της τραβήξω μια μπουνιά.
Στην πραγματικότητα το χέρι μου έχει μουδιάσει και από το στόμα μου έχουν αρχίσει να τρέχουν σάλια. Δεν μ'απασχολεί.
Αυτή η ντουλάπα πρέπει να πάρει ένα μάθημα. Έχει αυθαδιάσει το τελευταίο διάστημα, άσε που πάντα όταν γυρίζω σπίτι μεθυσμένος μου πετάει τα ρούχα στο πάτωμα.
Και τι έγινε που είμαι μεθυσμένος. Δεν είναι συμπεριφορά αυτή... Ακόμη και μια ντουλάπα πρέπει να ξέρει να φέρεται.
Μου κρατάει μούτρα και καλά... Μια φορά την είχα ξεράσει. Πως το κανα δεν το κατάλαβα... Απλώς σηκώθηκα το βράδυ και έσκασα με τα μούτρα στην πόρτα. Την είχα κλειδώσει, άγνωστο για ποιον λόγο και κάπου έκρυψα το κλειδί
Ίσως να φοβόμουν μην με κλέψουν. Ή ακόμη χειρότερα μην με σκοτώσουν. Ή ακόμη χειρότερα μην με βιάσουν. Η μύτη μ'άνοιξε κι έτρεχε τσαμπούνα το αίμα.
Έπρεπε να ξεράσω και ήμουν στα αίματα. Τι φρικαλέος συνδυασμός. Έσπευσα στην ντουλάπα. Δεν ξέρω γιατί το έκανα... Είχα ανοίξει τα πόδια και έγυρα το κεφάλι και έβλεπα το αίμα να σκάει μπροστά στα ξερατά
.
Ήταν ένα έργο τέχνης. Τότε ήταν που με ζήλεψε... Ήξερε ότι ποτέ δεν πρόκειται να με φτάσει. Μου το είπε και το καλοριφέρ: μεγάλε ζωγράφισες πάλι.
Και πάλι, αυτή τι παρεξηγήθηκε; Είναι μια άδεια ντουλάπα. όλα μου τα ρούχα είναι στο πάτωμα και κάτω απ'το κρεββάτι. Θα σηκωθώ και θα της τραβήξω μια μπούφλα...
...
...
...
Σταμάτησα να σκέφτομαι. Τώρα συνειδητοποιώ ότι στο ταβάνι που γυρίζει συνέχεια είναι η λάμπα ανοιχτή. Φου... Φου... Σβήσε καταραμένη... Φου...
...
...
...
Πήγε 5,15... φου, φου, φου...
Γαμημένη ντουλάπα. Φέρε μου μωρή ένα ποτήρι νερό. Φου... φου... φου... σβήσε εσύ!!! Νερόοοοο... Το καλοριφέρ με ρωτάει: πόσα ήπιες; -Πόσα ήπια; Τον Βόσπορο. Μου φέρνεις λίγο νερό;
Η Ντουλάπα γελάει. Σε δυο ώρες έχεις δουλειά. Μαλάκα είναι Τετάρτη σήμερα.
...
Ένα νερό.
Η λάμπα δεν σβήνει! Κοιτάει έξω... Δεν έχει σημασία να σβήσω! Ξημέρωσε... Νευριάζω: θέλω να σβήσεις γιατί εγώ σε πληρώνω εδώ μέσα. Κι εσένα και το καλοριφέρ και την γαμημένη την ντουλάπα.
Εμένα τι με μπλέκεις, λέει το καλοριφέρ. Σιγά τον κουβαρντά λέει η ντουλάπα. Καλύτερα να σου κάνουν έξωση να ρθει κανάς άνθρωπος.
Γαμιέστε όλοι... Γαμιέστε...
Σε λίγο θα τον πονάει το κεφάλι. Λέει η ντουλάπα στο καλοριφέρ. Ναι... απαντάει το καλοριφέρ. Έχει πάθει αφυδάτωση.
Τα σάλια έκαναν λιμνούλα στο πρόσωπό μου. Πιπιλάω το σεντόνι... Νερόοοο, Νερόοο... Το κρεββάτι κοιτάει το ρολόϊ: μόλις 5:17... δύσκολη μέρα η σημερινή.
Το ρολόϊ κουνάει καταφατικά. Σε μια ώρα πρέπει να τον ξυπνήσω! Α, όχι, αναστέναξαν με μια φωνή, το κρεββάτι, η ντουλάπα και το φως.
Εν τω μεταξύ εγώ έβλεπα ένα περίεργο όνειρο. Ότι ήμουν σε έναν ονειρικό κόσμο που δεν μιλούσαν οι ντουλάπες, τα κρεββάτια και τα φώτα. Όπου μόνο οι άνθρωποι μιλούσαν... Ούτε καν τα ζώα, τα πουλιά και τα λουλούδια.
Η ντουλάπα μου φώναξε: "βλέπεις όνειρο, δεν υπάρχει τέτοιος κόσμος".
Μα αυτό ήταν άνω ποταμών. "Όλα τα επιτρέπω, αλλά να μου επεμβαίνεις στα όνειρα. Αυτό δεν το επιτρέπω"είπα δυνατά από μέσα μου. Κάποιες κρεμάστρες κουνήθηκαν απ'τα γέλια.
Σηκώθηκα...
Είναι αλήθεια...
Ξανάπεσα. Τα χέρια μου είχαν μουδιάσει και δεν με κράταγαν.
Αλήθεια πως έφτασα ως εδώ;
Θα τα πάρω ανάποδα: πέφτω στο κρεββάτι μπρούμητα, προσπαθώ να βγάλω τα παπούτσια μου χωρίς να το καταφέρω, χτυπάω στην πόρτα παραπατώντας, ανοίγω την εξώπορτα με την πρώτη (αυτό το καταφέρνω μόνο όταν είμαι ντήρλα) χτυπάω τον προφυλακτήρα του πίσω αυτοκινήτου, χτυπάω τον προφυλακτήρα του μπροστά αυτοκινήτου, πάω να παρκάρω, περνάω με κόκκινο, βάζω τέρμα τη μουσική, μπαίνω στο αμάξι, μου λένε που πας άσε θα σε πάμε εμείς, τους λέω άγαμηθείτε μαλάκες, διακόσια εβδομήντα ευρώ λογαριασμός, σφηνάκια, σφηνάκια, με διαολοστέλνει, την πέφτω σε μια γκομενίτσα με κόκκινο φουλάρι, έκτο ποτό, συζήτηση για τις χήρες, πέμπτο ποτό, συζήτηση για τα διαζύγια, τέταρτο ποτό, συζήτηση για τους μετανάστες, τρίτο ποτό συζήτηση ότι θα πιούμε άλλο ένα και φεύγουμε, δεύτερο ποτό, συζήτηση για τους μετανάστες, πρώτο ποτό, τι ωραία μουνάκια έχει σήμερα, θα βγούμε μόνο για ένα ποτό ε;
Ξανασηκώθηκα. Κοίταξα την ντουλάπα. ΈΒγαλα τα παπούτσια μου...
Πήγα στην τουαλέτα, άνοιξα το ντούς και ήπια νερό. Έγινα μούσκεμα στην φανέλα μου. Γυρνάω στο κρεββάτι και πέφτω ξερός.Κοιτάω το ρολόϊ και του λέω: κοίτα μόνο να βάρεσεις, α στα μάσω τα τσαούλια!
Η ντουλάπα κοιτάει λοξά, μια κρεμάστρα κάνει πως κουνιέται.
Έρχεται πρωί και το ξέρουν! Όταν ξημερώνει παύουν να μιλάνε... Κοιμούνται κι αυτές. Τουλάχιστον κάποιος θα κοιμηθεί σ'αυτό το κωλόσπιτο.

2 σχόλια:

skoumas είπε...

η ζωή τελείωνει μετά τα 20. εγώ αυτό έχω να πω. ;)

Αλαφροϊσκιωτος είπε...

Ναι, μετά αρχίζει μια άλλη ζωή...