Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Το χαρμόσυνο μήνυμα του Άγγελου Ραφανιήλ

Ο Αρχάγγελος Ραφανιήλ, επελέγη από τον ίδιο τον Γαβριήλ να πάει στην Γη και να δώσει το χαρμόσυνο μήνυμα. Εκπαιδεύτηκε σχεδόν μια χιλιετία για το πως θα έλεγε το "Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου"... Τα τελευταία τριάντα χρόνια όμως έγινε σταδιακή περικοπή στο λεξιλόγιο, καθώς στην Ανώτερη Ακαδημία του Παραδείσου, στην Σχολή Ανθρωπολογικής Γλωσσολογίας μπέρδεψαν το "Ο Κύριος μετά Σου" με το "Ο Κύριος με τα Σου", διαπιστώνοντας ότι τα Σου είναι γλυκά, άλλως είδη ζαχαροπλαστικής... Το ίδιο το Άγιο πνεύμα τους είπε να κόψουν τα πολλά πολλά... Ένα χαίρε κεχαριτωμένη και πολύ ήταν! Το ίδιο εκείνη την εποχή εκπαιδευόταν στην χρήση του ίντερνετ στην Αμερική και ήδη σκεφτόταν να της στείλουν μήνυμα με σμάϊλις.
Ο Ραφανιήλ την μεγάλη μέρα, νίφτηκε, χτενίστηκε, άπλωσε και τα φτερά του να στεγνώσουν και αφού πήρε το ΟΚ και έναν κρίνο έπεσε στην Γη να βρει την μάνα του Μήτσου Μπλέτσα... Δεν δυσκολεύτηκε και πολύ... Την βρήκε μεν, αλλά αυτή όπως τον είδε με τα φτερά να τον αγκαλιάζουν, τα μακρυά μαλλιά και τα ξυρισμένα πόδια τον πέρασε για τραβεστί, ντιγκιντάγκα από την Συγγρού και σκιάχτηκε... Είχε ακούσει ότι αυτές κλέβουν τα κραγιόν, τα καλσόν και τα γυναικεία σλιπάκια και τον πήρε στο κατώπι με το σκουπόξυλο.
Έπεσε να πεθάνει ο Ραφανιήλ... Τριγυρνούσε στα καπνοχώραφα, μόνος, έρμος και απογοητευμένος... Δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη. Δεν μπορούσε καν να δικαιολογηθεί, γιατί μπορεί οι Άγγελοι να ομιλούν τις γλώσσες τις ανθρώπινες όλες, αλλά αυτός δεν ήξερε καθόλου ελληνικά... Το μόνο που ήξερε ήταν να διαισθάνεται τα συναισθήματα των ανθρώπων... Και εδώ είναι η μεγάλη αλήθεια: έγινε Αρχάγγελος με μέσον, γιατί ήταν προαπαιτούμενη η γνώση της ανθρώπινης λαλιάς. Αλλά πήγε πιστοποιητικό γνώσης προ της εποχής του πύργου της Βαβέλ, τότε που η γλώσσα ήταν μια και τα μέλη της Αρχαγγελικής Συνοδικής Επιτροπής Παραδείσου (ή αλλιώς ΑΣΕΠ) το έκαναν δεκτό.
Καθώς βρισκόταν στην μέση του πουθενά έψαχνε ο έρμος να βρει την ουρά της Μεγάλης άρκτου να προσανατολιστεί για να πετάξει προς τον Παράδεισο είδε να πλησιάζει ένα φως....
Δεν ήταν και ιδιαίτερα προσαρμοσμένος στις ανθρώπινες τεχνολογίες, και νόμισε προς στιγμή ότι πλησίαζε κάποιο φανταχτερό νεφελίμ, σαν αυτά που πολλές φορές είχε ακούσει στον Παράδεισο... Όμως στην πραγματικότητα ήταν ένα τρίκυκλο, που οδηγούσε ο Μήτσος Φλώκος και ο Χαριλόης Γούσης , οι οποίοι κόντεψαν να πέσουν στο γειτονικό χαντάκι από την έκπληξή τους.
Μπροστά τους φάνταζε μια γυναίκα με 1,90 ύψος, ξανθά μακρυά μαλλιά, ξυπόλυτη και με μια γούνα με φτερά από το λαιμό μέχρι τα γόνατα...
Κοιτάχτηκαν... Ξανακοιτάχτηκαν... Κοίταξαν το τσιγαριλίκι που κάπνιζαν... Ξανακοιτάχτηκαν. Ο Ραφανιήλ διαισθάνθηκε την έκπληξή του και κοκορεύτηκε ελαφρά. Οι άνθρωποι ένιωσαν την αγγελική του υπεροχή.
Ο Φλώκος ρώτησε πρώτος: "Ουκρανέζα να ναι αυτή ή Γεωργιανή"; Ο Γούσης σήκωσε τους ώμους: "ό,τι και να ναι θα πεσε από το φορτηγό του Λάκη Μπλέτσα"... "Να ναι φυσική ξανθιά" αναρωτήθηκε ο Μήτσο Φλώκος... Κοιτάχθηκαν πάλι, κοίταξαν και τον Ραφανιήλ... Μόνο με έναν τρόπο μπορούσαν να το διαπιστώσουν. Πήγαν και σήκωσαν λίγο τα φτερά από το ύψος της βουβωνικής χώρας... Ξαφνικά πετάχτηκαν και οι δυο πίσω σκιαγμένοι: ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΥΛΙ!!!
Ο Γούσης πήγε και ξέρασε στην ρόδα απ'το τρίκυκλο και ο Φλώκος έβριζε το τσιγαριλίκι...!!! ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΥΛΙ... Ο Ραφανιήλ διαισθάνθηκε έναν έντονο τρόμο και υπερηφανεύτηκε πάλι για την αγγελική του φύση.
"Τραβεστόνι του κιαρατά"... γρύλισε ο Χαριλόης Γούσης... "ανέβα πάνω στο τρίκυκλο να σε πάμε στον Γάκια Γρίβα, που χει το κωλάδικο να σε κάμει καμιά δουλειά, να πάρουμε κι εμείς το μερτικό μας". Ο Ραφανιήλ δεν κατάλαβε το κέρατό του το τράγιο. Ανέβηκε όμως στην καρότσα απ'το τρίκυκλο και περίμενε να δουν τι θα γίνει. Δεν είχε καμία συναίσθηση ισορροπίας και στεκόταν όρθιος, μέχρι που ο Μήτσο Φλώκος έδωσε μια γρήγορη με το γκάζι και έσκασε κάτω με τον κώλο...
Στο κωλάδικο του Γάκια Γρίβα είχαν αναδουλειές. Έτσι με χαρά ο Γάκιας δέχθηκε το χαρμόσυνο νέο ότι ένα τραβεστόνι θα μπορούσε να δουλεύει, με την σκέψη ότι πολλοί νέοι Αγρινιώτες είχαν γνωρίσει τον παράνομο έρωτα σε κάποιο στενό της Συγγρού σαν φαντάρια και θα είχαν άσχημα γούστα. Όταν ρώτησε τον Ραφανιήλ πως τον λένε, εκείνος απάντησε τα λίγα ελληνικά που έμαθε: "Χαίρεκε..." τα υπόλοιπα τα ξέχασe, όπως πάντα. Από τα βάθη όμως του κωλάδικου, κάτω από την εικόνα του Κωνσταντίνου του Β' που είχε μόνιμα ο Γάκιας κρεμασμένη, ως φανατικός του οπαδός, ακούστηκε η φωνή της Σούλας Κριεμπούνη: "Τουρκάλα είναι ο πούστης... Χέρεκε είναι τούρκικο όνομα. Λένε ότι είναι και μια πόλη με ωραία χαλιά".
Η Σούλα Κριεμπούνη, ήταν η φύλακας των κοριτσιών του Γρίβα. Όποια κοπέλα έμπαινε στο μαγαζί τύγχανε της προστασίας και της προσοχής της Σούλας... Την περιποιόταν, την έπλενε, την έβαφε και της δάνειζε και καμιά καπότα για τις πρωινές ξεπέτες στις καρότσες των αγροτικών.
Σαν μπάνισε τον Ραφανιήλ, της γεννήθηκε η αμφιβολία... "Ξανθιά Τουρκάλα;;;" σκέφτηκε... "Μάλλον για Φινλανδή μοιάζει". Δεν είπε όμως τίποτε. Τουρκάλα φώναξε; Τουρκάλα είναι.
Ο Ραφανιήλ αισθάνθηκε την αμφιβολία και την αμφισβήτηση και την συνδύασε με την εξωκοσμική του φύση: Δεν μπορούν να με πιστέψουν, σκέφτηκε με το αγγελικό μυαλό του.
Τότε ο Γάκιας Γρίβας του προσέφερε το πρώτο σκωτς. Ένα τζώνυ κόκκινο, φουλ στο παγάκι. Ο Ραφανιήλ ενθουσιάστηκε: ένα χρυσό ποτό στα χέρια του. Το έβαλε στα χείλη του και πέρασαν από το μυαλό του κρυμμένες αναμνήσεις νεκρών ανθρώπων από τα χωράφια της Σκωτίας, τα παγωμένα νερά της Θούλης και τα χιόνια της αρκτικής. Ήπιε το ποτό μονορούφι!!!

"Έχουμε γερό ποτήρι" ανέκραξε ενθουσιώδης ο Γάκιας και η Σούλα Κριεμπούνη ανεβοκατέβασε συναινετικά το κεφάλι της. "Θα κάνουμε καλές δουλειές εδώ πέρα"...

Του Γάκια με το τρίτο Λάγκαβούλι που ήπιε κάπως του ρθε να τα ρίξει στη Χαίρεκε... Ο Ραφανιήλ δέχθηκε ένα κύμα λατρείας εκ μέρους του και για πρώτη φορά πίστεψε ότι είχαν κατανοήσει την αγγελική του φύση. Έτσι όταν τον έσυρε ο Γάκιας στο γραφείο του πίσω απ'το μπαρ πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα να λατρευτεί αληθινά και να αναγνωριστεί ο σκοπός της επισκέψεώς του στην Γη. Του ήρθε βέβαια περίεργο που ο Γάκιας κατέβασε τα παντελόνια του και τον γύρισε πλάτη προς αυτόν, κάνοντάς τον να σκύψει στο τραπέζι του γραφείου, αλλά θεώρησε ότι είναι μια μορφή ιεροτελεστίας.
Ο Γάκιας άρχισε να μουρμουράει και να ψάχνει: "μα που στο καλό είναι"... "μα που την έχει ρε γαμώτο"... Έσπρωχνε από δω, έσπρωχνε από κει... Τίποτε! Κάποια στιγμή νευρίασε και άρχισε να φωνάζει: "που είναι μωρή η τρύπα σου"; Μέχρι εκείνη την στιγμή ο Ραφανιήλ δεν είχε καταλάβει τίποτε, μέχρι που έφαγε τα πρώτα σκαμπίλια... "¨Που την έχεις μωρή την τρύπα σου" έκραξε ερεθισμένος ο Γάκιας...
Τότε ο Ραφανιήλ εντόπισε το μίσος στην καρδιά του Γρίβα. Ξαφνικά ανοίγει τα μέχρι τότε κλεισμένα φτερά και ο Γάκιας στριγγλίζει σαν γκόμενα. Σηκώνει την ρομφαία και του κόβει μια στα γεννητικά όργανα με αποτέλεσμα το ένα μπαλάκι να πέσει στο διπλανό ποτήρι με το λαγκαβούλι. Ο Ραφανιήλ κοίταξε την οροφή και εκσφενδονίστηκε στο διάστημα, αφήνοντας τον Γάκια Γρίβα πεσμένο στο πάτωμα, ξεμπλέτσωτο κι αμίλητο...
Έτσι τον βρήκε η Σούλα και κάλεσε το ασθενοφόρο... Κοίταξε το κομμένο αρχίδι μέσα στο ποτήρι με το Λαγκαβούλι, ήπιε μια γουλιά και είπε: αυτό είναι ουϊσκι μ'αρχίδια... Περπάτησε προς την έξοδο και είδε την φωτογραφία του Κωνσταντίνου του Β' του Γλύξμπουργκ και χαμηλώνοντας το κεφάλι φώναξε: Ο Θεός το κανε το θαύμα του...μονάρχης εσύ μονάρχις και ο Γάκια Γρίβας.
Ο Ραφανιήλ τους έκανε όλους να ξεχάσουν την παρουσία του. Αλλιώς θα ήταν ο μοναδικός άγγελος που εθωπεύθη από κοινούς θνητούς. Μόνο η Σούλα καμιά φορά όταν έβλεπε τον Μήτσο Μπλέτσα, που γεννήθηκε εννιά μήνες μετά, σκεφτόταν ασυναίσθητα μια Τουρκάλα με Φινλανδικά χαρακτηριστικά...

1 σχόλιο:

nat είπε...

ναι, ναι, ναι.