Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

Το χαρμόσυνο μήνυμα του Άγγελου Ραφανιήλ

Ο Αρχάγγελος Ραφανιήλ, επελέγη από τον ίδιο τον Γαβριήλ να πάει στην Γη και να δώσει το χαρμόσυνο μήνυμα. Εκπαιδεύτηκε σχεδόν μια χιλιετία για το πως θα έλεγε το "Χαίρε Κεχαριτωμένη, ο Κύριος μετά Σου"... Τα τελευταία τριάντα χρόνια όμως έγινε σταδιακή περικοπή στο λεξιλόγιο, καθώς στην Ανώτερη Ακαδημία του Παραδείσου, στην Σχολή Ανθρωπολογικής Γλωσσολογίας μπέρδεψαν το "Ο Κύριος μετά Σου" με το "Ο Κύριος με τα Σου", διαπιστώνοντας ότι τα Σου είναι γλυκά, άλλως είδη ζαχαροπλαστικής... Το ίδιο το Άγιο πνεύμα τους είπε να κόψουν τα πολλά πολλά... Ένα χαίρε κεχαριτωμένη και πολύ ήταν! Το ίδιο εκείνη την εποχή εκπαιδευόταν στην χρήση του ίντερνετ στην Αμερική και ήδη σκεφτόταν να της στείλουν μήνυμα με σμάϊλις.
Ο Ραφανιήλ την μεγάλη μέρα, νίφτηκε, χτενίστηκε, άπλωσε και τα φτερά του να στεγνώσουν και αφού πήρε το ΟΚ και έναν κρίνο έπεσε στην Γη να βρει την μάνα του Μήτσου Μπλέτσα... Δεν δυσκολεύτηκε και πολύ... Την βρήκε μεν, αλλά αυτή όπως τον είδε με τα φτερά να τον αγκαλιάζουν, τα μακρυά μαλλιά και τα ξυρισμένα πόδια τον πέρασε για τραβεστί, ντιγκιντάγκα από την Συγγρού και σκιάχτηκε... Είχε ακούσει ότι αυτές κλέβουν τα κραγιόν, τα καλσόν και τα γυναικεία σλιπάκια και τον πήρε στο κατώπι με το σκουπόξυλο.
Έπεσε να πεθάνει ο Ραφανιήλ... Τριγυρνούσε στα καπνοχώραφα, μόνος, έρμος και απογοητευμένος... Δεν πρόλαβε να αρθρώσει λέξη. Δεν μπορούσε καν να δικαιολογηθεί, γιατί μπορεί οι Άγγελοι να ομιλούν τις γλώσσες τις ανθρώπινες όλες, αλλά αυτός δεν ήξερε καθόλου ελληνικά... Το μόνο που ήξερε ήταν να διαισθάνεται τα συναισθήματα των ανθρώπων... Και εδώ είναι η μεγάλη αλήθεια: έγινε Αρχάγγελος με μέσον, γιατί ήταν προαπαιτούμενη η γνώση της ανθρώπινης λαλιάς. Αλλά πήγε πιστοποιητικό γνώσης προ της εποχής του πύργου της Βαβέλ, τότε που η γλώσσα ήταν μια και τα μέλη της Αρχαγγελικής Συνοδικής Επιτροπής Παραδείσου (ή αλλιώς ΑΣΕΠ) το έκαναν δεκτό.
Καθώς βρισκόταν στην μέση του πουθενά έψαχνε ο έρμος να βρει την ουρά της Μεγάλης άρκτου να προσανατολιστεί για να πετάξει προς τον Παράδεισο είδε να πλησιάζει ένα φως....
Δεν ήταν και ιδιαίτερα προσαρμοσμένος στις ανθρώπινες τεχνολογίες, και νόμισε προς στιγμή ότι πλησίαζε κάποιο φανταχτερό νεφελίμ, σαν αυτά που πολλές φορές είχε ακούσει στον Παράδεισο... Όμως στην πραγματικότητα ήταν ένα τρίκυκλο, που οδηγούσε ο Μήτσος Φλώκος και ο Χαριλόης Γούσης , οι οποίοι κόντεψαν να πέσουν στο γειτονικό χαντάκι από την έκπληξή τους.
Μπροστά τους φάνταζε μια γυναίκα με 1,90 ύψος, ξανθά μακρυά μαλλιά, ξυπόλυτη και με μια γούνα με φτερά από το λαιμό μέχρι τα γόνατα...
Κοιτάχτηκαν... Ξανακοιτάχτηκαν... Κοίταξαν το τσιγαριλίκι που κάπνιζαν... Ξανακοιτάχτηκαν. Ο Ραφανιήλ διαισθάνθηκε την έκπληξή του και κοκορεύτηκε ελαφρά. Οι άνθρωποι ένιωσαν την αγγελική του υπεροχή.
Ο Φλώκος ρώτησε πρώτος: "Ουκρανέζα να ναι αυτή ή Γεωργιανή"; Ο Γούσης σήκωσε τους ώμους: "ό,τι και να ναι θα πεσε από το φορτηγό του Λάκη Μπλέτσα"... "Να ναι φυσική ξανθιά" αναρωτήθηκε ο Μήτσο Φλώκος... Κοιτάχθηκαν πάλι, κοίταξαν και τον Ραφανιήλ... Μόνο με έναν τρόπο μπορούσαν να το διαπιστώσουν. Πήγαν και σήκωσαν λίγο τα φτερά από το ύψος της βουβωνικής χώρας... Ξαφνικά πετάχτηκαν και οι δυο πίσω σκιαγμένοι: ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΥΛΙ!!!
Ο Γούσης πήγε και ξέρασε στην ρόδα απ'το τρίκυκλο και ο Φλώκος έβριζε το τσιγαριλίκι...!!! ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΟΥΛΙ... Ο Ραφανιήλ διαισθάνθηκε έναν έντονο τρόμο και υπερηφανεύτηκε πάλι για την αγγελική του φύση.
"Τραβεστόνι του κιαρατά"... γρύλισε ο Χαριλόης Γούσης... "ανέβα πάνω στο τρίκυκλο να σε πάμε στον Γάκια Γρίβα, που χει το κωλάδικο να σε κάμει καμιά δουλειά, να πάρουμε κι εμείς το μερτικό μας". Ο Ραφανιήλ δεν κατάλαβε το κέρατό του το τράγιο. Ανέβηκε όμως στην καρότσα απ'το τρίκυκλο και περίμενε να δουν τι θα γίνει. Δεν είχε καμία συναίσθηση ισορροπίας και στεκόταν όρθιος, μέχρι που ο Μήτσο Φλώκος έδωσε μια γρήγορη με το γκάζι και έσκασε κάτω με τον κώλο...
Στο κωλάδικο του Γάκια Γρίβα είχαν αναδουλειές. Έτσι με χαρά ο Γάκιας δέχθηκε το χαρμόσυνο νέο ότι ένα τραβεστόνι θα μπορούσε να δουλεύει, με την σκέψη ότι πολλοί νέοι Αγρινιώτες είχαν γνωρίσει τον παράνομο έρωτα σε κάποιο στενό της Συγγρού σαν φαντάρια και θα είχαν άσχημα γούστα. Όταν ρώτησε τον Ραφανιήλ πως τον λένε, εκείνος απάντησε τα λίγα ελληνικά που έμαθε: "Χαίρεκε..." τα υπόλοιπα τα ξέχασe, όπως πάντα. Από τα βάθη όμως του κωλάδικου, κάτω από την εικόνα του Κωνσταντίνου του Β' που είχε μόνιμα ο Γάκιας κρεμασμένη, ως φανατικός του οπαδός, ακούστηκε η φωνή της Σούλας Κριεμπούνη: "Τουρκάλα είναι ο πούστης... Χέρεκε είναι τούρκικο όνομα. Λένε ότι είναι και μια πόλη με ωραία χαλιά".
Η Σούλα Κριεμπούνη, ήταν η φύλακας των κοριτσιών του Γρίβα. Όποια κοπέλα έμπαινε στο μαγαζί τύγχανε της προστασίας και της προσοχής της Σούλας... Την περιποιόταν, την έπλενε, την έβαφε και της δάνειζε και καμιά καπότα για τις πρωινές ξεπέτες στις καρότσες των αγροτικών.
Σαν μπάνισε τον Ραφανιήλ, της γεννήθηκε η αμφιβολία... "Ξανθιά Τουρκάλα;;;" σκέφτηκε... "Μάλλον για Φινλανδή μοιάζει". Δεν είπε όμως τίποτε. Τουρκάλα φώναξε; Τουρκάλα είναι.
Ο Ραφανιήλ αισθάνθηκε την αμφιβολία και την αμφισβήτηση και την συνδύασε με την εξωκοσμική του φύση: Δεν μπορούν να με πιστέψουν, σκέφτηκε με το αγγελικό μυαλό του.
Τότε ο Γάκιας Γρίβας του προσέφερε το πρώτο σκωτς. Ένα τζώνυ κόκκινο, φουλ στο παγάκι. Ο Ραφανιήλ ενθουσιάστηκε: ένα χρυσό ποτό στα χέρια του. Το έβαλε στα χείλη του και πέρασαν από το μυαλό του κρυμμένες αναμνήσεις νεκρών ανθρώπων από τα χωράφια της Σκωτίας, τα παγωμένα νερά της Θούλης και τα χιόνια της αρκτικής. Ήπιε το ποτό μονορούφι!!!

"Έχουμε γερό ποτήρι" ανέκραξε ενθουσιώδης ο Γάκιας και η Σούλα Κριεμπούνη ανεβοκατέβασε συναινετικά το κεφάλι της. "Θα κάνουμε καλές δουλειές εδώ πέρα"...

Του Γάκια με το τρίτο Λάγκαβούλι που ήπιε κάπως του ρθε να τα ρίξει στη Χαίρεκε... Ο Ραφανιήλ δέχθηκε ένα κύμα λατρείας εκ μέρους του και για πρώτη φορά πίστεψε ότι είχαν κατανοήσει την αγγελική του φύση. Έτσι όταν τον έσυρε ο Γάκιας στο γραφείο του πίσω απ'το μπαρ πίστεψε ότι είχε έρθει η ώρα να λατρευτεί αληθινά και να αναγνωριστεί ο σκοπός της επισκέψεώς του στην Γη. Του ήρθε βέβαια περίεργο που ο Γάκιας κατέβασε τα παντελόνια του και τον γύρισε πλάτη προς αυτόν, κάνοντάς τον να σκύψει στο τραπέζι του γραφείου, αλλά θεώρησε ότι είναι μια μορφή ιεροτελεστίας.
Ο Γάκιας άρχισε να μουρμουράει και να ψάχνει: "μα που στο καλό είναι"... "μα που την έχει ρε γαμώτο"... Έσπρωχνε από δω, έσπρωχνε από κει... Τίποτε! Κάποια στιγμή νευρίασε και άρχισε να φωνάζει: "που είναι μωρή η τρύπα σου"; Μέχρι εκείνη την στιγμή ο Ραφανιήλ δεν είχε καταλάβει τίποτε, μέχρι που έφαγε τα πρώτα σκαμπίλια... "¨Που την έχεις μωρή την τρύπα σου" έκραξε ερεθισμένος ο Γάκιας...
Τότε ο Ραφανιήλ εντόπισε το μίσος στην καρδιά του Γρίβα. Ξαφνικά ανοίγει τα μέχρι τότε κλεισμένα φτερά και ο Γάκιας στριγγλίζει σαν γκόμενα. Σηκώνει την ρομφαία και του κόβει μια στα γεννητικά όργανα με αποτέλεσμα το ένα μπαλάκι να πέσει στο διπλανό ποτήρι με το λαγκαβούλι. Ο Ραφανιήλ κοίταξε την οροφή και εκσφενδονίστηκε στο διάστημα, αφήνοντας τον Γάκια Γρίβα πεσμένο στο πάτωμα, ξεμπλέτσωτο κι αμίλητο...
Έτσι τον βρήκε η Σούλα και κάλεσε το ασθενοφόρο... Κοίταξε το κομμένο αρχίδι μέσα στο ποτήρι με το Λαγκαβούλι, ήπιε μια γουλιά και είπε: αυτό είναι ουϊσκι μ'αρχίδια... Περπάτησε προς την έξοδο και είδε την φωτογραφία του Κωνσταντίνου του Β' του Γλύξμπουργκ και χαμηλώνοντας το κεφάλι φώναξε: Ο Θεός το κανε το θαύμα του...μονάρχης εσύ μονάρχις και ο Γάκια Γρίβας.
Ο Ραφανιήλ τους έκανε όλους να ξεχάσουν την παρουσία του. Αλλιώς θα ήταν ο μοναδικός άγγελος που εθωπεύθη από κοινούς θνητούς. Μόνο η Σούλα καμιά φορά όταν έβλεπε τον Μήτσο Μπλέτσα, που γεννήθηκε εννιά μήνες μετά, σκεφτόταν ασυναίσθητα μια Τουρκάλα με Φινλανδικά χαρακτηριστικά...

Τετάρτη 2 Μαρτίου 2011

Ένα ακόμη θαύμα του Μήτσου Μπλέτσα: η θεραπεία του Σακάτη!!!

Σχεδόν όλα τα απογεύματα των παιδικών χρόνων και στην συνέχεια των εφηβικών ο Μήτσος Μπλέτσας τα πέρασε κρεμασμένος στα κάγκελα του γηπέδου της ποδοσφαιρικής ομάδας "ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗΣ Α.Ο." του χωριού του. Άλλες φορές καθόταν στην μεγάλη ρόδα ενός παρατημένου τρακτέρ που βρισκόταν πίσω από το τέρμα και άλλοτε συνέβαλε κι αυτός στην διαδικασία της προπόνησης διώχνοντας τα πρόβατα που έμπαιναν να βοσκήσουν στο γήπεδο. Η ενασχόλησή του αυτή, του έδωσε το προσωνύμιο "ο ποιμένας", το οποίο θα τον ακολουθούσε σε όλη του την ζωή.
Το έτος 2000 ο ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗΣ βρισκόταν στην πιο δύσκολη φάση της πορείας του στην ΕΠΣ Αιτωλοακαρνανίας. Η αντίπαλη ομάδα στο τοπικό πρωτάθλημα, την οποία μισούσε με σθένος ο Μήτσος Μπλέτσας και όλοι οι χωριανοί του, ήταν ο ΠΑΝΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΑΣΤΕΡΑΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ, ο θρυλικός ΠΑΞ, ο οποίος έπαιρνε όλες τις πρωτιές. Επειδή επικρατούσε πάντα, το τοπικό πρωτάθλημα είχε χαρακτηριστεί ΠΑΞ ΡΟΜΑΝΑ, οι εχθροί του όμως απαντούσαν ΠΑΞ και ξερός.
Αν οι Ρωμαίοι είχαν επικρατήσει με το gladius, ο ΠΑΞ επικράτησε με τον αιωνόβιο έφηβο Μπάκια Χαλκιόπουλο, ο οποίος ήταν ένας τοπικός ήρωας για την περιοχή του Ξηρομέρου. Λέγεται ότι ο πατέρας του ήταν παλιός παίκτης του Παναμβρακικού, ο οποίος γκάστρωσε μια χήρα από την Κατούνα και όπως συμβαίνει σε τέτοιου είδους περιπτώσεις εξαφανίστηκε σε κάποιο ρουμάνι της περιοχής. Ο Μπάκιας έπαιζε ποδόσφαιρο από την εποχή ακόμη της χούντας, όταν ο ΠΑΞ είχε πάρει πάρει την ονομασία ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΠΑΝΑΓΡΟΤΙΚΟΣ ΑΣΤΕΡΑΣ ΞΗΡΟΜΕΡΟΥ και μέσα στο περήφανο αστέρι είχε βάλει κι ένα Φοίνικα. Σαν Φοίνικας και ο Μπάκιας σε κάθε αγωνιστική αναγεννιόταν από τις στάχτες του και σάρωνε στον αγωνιστικό χώρο.
Γιατί παρά τα πενήντα του χρόνια ο Μπάκιας δεν είχε γίνει διάσημος για την ποδοσφαιρική του υπεροχή, αλλά για την ικανότητα να θερίζει πόδια και να σπάει καλάμια ποδιών των αντίπαλων παικτών. Η μονάδα ορθοπεδικής του Γενικού Νομαρχιακού Νοσοκομείου Αγρινίου βρισκόταν πάντοτε σε επιφυλακή σε κάθε αγώνα του ΠΑΞ και ο διευθυντής είχε πάντοτε χειρουργείο σε ετοιμότητα. Γι'αυτό και τον Μπάκια Χαλκιόπουλο, τον φώναζαν "ΜΠΕΝ ΧΟΥΡ" από την θρυλική ταινία και την σκηνή με την αρματοδρομία. Ο Μήτσος Μπλέτσας όμως χρησιμοποιούσε τον χαρακτηρισμό "ΚΟΣΙΑΣ"...
Με τον Μπάκια - Κοσιά, δεν ήθελε κανένας να παίξει κόντρα. Δεν του κανε και κανένας αναφορά, γιατί ήταν μετρητής στην ΔΕΗ (μπήκε επί Μητσοτάκη το 1992 τιμής ένεκεν) και όποιος του την έλεγε, του έκοβε το ρεύμα, του αφαιρούσε το ρολόϊ και γκρέμιζε και την κολώνα δίπλα απ'το σπίτι του. Δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι το ποδόσφαιρο μπορεί να παιχτεί με διαφορετικό τρόπο.
Από την άλλοι οι παίκτες του ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗ εκείνη την εποχή άρχισαν να παίζουν χρηματιστήριο και δεν ήθελαν να τρέχουν με τσακισμένα πόδια στα γραφεία χρηματιστηριακής διαμεσολάβησης, ενώ δεν ήθελαν και να τους κοπεί το ρεύμα, γιατί όλα τα χρήματά τους είχαν κατατεθεί σε μετοχές της ΛΙΝΟΒΑΜΒΑΚΟΚΑΠΝΟΥΡΓΙΚΗΣ, στην οποία ήταν και μέτοχοι. Με ταξίματα και μικροχαρτζιλίκια, τα ψιλοκατάφεραν και μάζεψαν μια δεκάδα... Τους έλειπε ο ενδέκατος.
Και ήταν όλοι συγκεντρωμένοι και όταν δεν μίλαγαν στα κινητά, φωνάζοντας "πούλα, πούλα, πούλα" ή "λίμιτ απ", στεναχωριόταν πολύ για την κατάστασή τους. Και έλεγαν τι μπορούν να κάνουν... Κάποιος είπε να βάλει έναν Αλβανό, που είχε εργάτη στο χωράφι του, αλλά μετά το σκέφτηκε ότι πρέπει να είναι αρτιμελής, γιατί ήταν η εποχή, που μάζευαν το τριφύλλι. Άλλος είπε να βάλουν την χαζό Μήτσο-Κατίνα, μια γυναίκα που έμοιαζε σαν άντρας. Αλλά μπα...! Όχι ότι η Μήτσο - Κατίνα δεν θα τον έβαζε κάτω τον Κοσιά, αλλά δεν τόλμαγε κανείς να της το πει να παίξει σε αντρική ομάδα.
Εκείνη την στιγμή, εμφανίστηκε ο πρώτος μαύρος πωλητής σιντί στο χωριό. Ο Μήτσος Μπλέτσας δεν είχε ξαναδεί στην ζωή του ποτέ μαύρο. Μόνο στην τηλεόραση και μια φορά είχε δει σε ένα λεωφορείο έναν επιβάτη μαύρο, αλλά πέρασε γρήγορα και δεν πρόλαβε να το επεξεργαστεί ο εγκέφαλός του. Μια ζωή στο χωριό, δεν είχε και πολλές παραστάσεις. Μάλιστα σοκαρίστηκε όταν είδε ότι πουλούσε και σιντί, όταν αυτός πίστευε ότι η κασέτα δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ.
Ο πρόεδρος της ομάδας, Διονύσης Μαυροχαρόπουλος είχε φώτιση και πήγε και πλεύρισε τον μαύρο. Πως σε λένε; Σόλομον λέει αυτός... Όλοι στην ομήγυρη θαύμασαν: Ω ΩΩ ΩΩ ΩΩ ΩΩΩ ΩΩ!!! Ωραίο όνομα... Σολομώντας! Ο πρόεδρος απόρησε: "Εβραίος είσαι ρε"; Όλοι στην ομήγυρη θαύμασαν: ΩΩΩΩΩΩΩΩΩ... Μαύρος Εβραίος. Ο Νάσο Μπλέτσας, τρίτος ξάδελφος του Μήτσου, ο οποίος είχε την επονομασία "Κλανιάρης" διάβαζε φανατικά τον ΣΤΟΧΟ και ήταν ντεμί Χρυσαυγίτης, του έδωσε την ονομασία "ΙΟΥΔΑΙΟΣ" ή Τζούντας. Ο Κλανιάρης ανέλυσε και την σκοπιμότητα της πρόσληψης του μαύρου, εξηγώντας ότι αφενός ο ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗΣ πλέον θα αναβαθμιστεί στην τοπική κοινωνία, γιατί θα έχει μεταγραφή από το ΚΟΠΑ ΑΦΡΙΚΑ, αφετέρου θα είναι το μεγάλο όπλο κατά του ΚΟΣΙΑ, γιατί είχε δει σε βιντεοκασέτα ταινία του Μπρους Λη, καρατίστικη, ζίου ζίτσου και τέτοια που ήταν ένας μαύρος και τον βάραγαν δέκα κινέζοι και δεν πάθαινε τίποτε. "Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένο, ότι οι αράπηδες, σαν κατώτερη φυλή, δεν αισθάνονται πόνο... Η δε φύσις τους έδωσε το χάρισμα να είναι σκληρόπετσοι και βαρυκόκκαλοι" έκλεισε την ανάλυσή του, αφήνοντας μια επική κλανιά, η οποία σχολιάστηκε ως αυτονόητη.
Και πως ρε παιδιά θα τον περάσουμε τον αράπη, να παίξει στην ομάδα; Θα τον χαρακτηρίσουν παίκτη του εξωτερικού, ποιός θα του κάνει δελτίο; Ήταν η γενική απορία. Ο πρόεδρος δεν είχε πρόβλημα. Είχε επαφές με την ΕΠΣΑ και θα το κανόνιζε... Άλλωστε την Κυριακή θα ήταν διαιτητής ο Τζίμης Χασιάρας, ο οποίος ήταν γνωστός με την ονομασία "ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ"... Το όνομα δεν ήταν άσχετο με την ιδιότητα του διαιτητή: ήταν τυφλός σαν τον διάσημο μάντη ,σε όλη την διάρκεια του αγώνα, δεν έβλεπε καμία φάση, αλλά μπορούσε πάντοτε να προβλέπει το αποτέλεσμα του αγώνα και σφύριζε προληπτικά σε φάσεις που δεν έγιναν.
Στον περίφημο αγώνα ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗΣ κατά ΠΑΝΑΙΤΩΛΙΚΟΥ το 1998 απέβαλε δυο παίκτες της Αγρινιώτικης ομάδας όταν διαμαρτυρήθηκαν ότι σφύριξε φάουλ χωρίς να κάνουν κάτι, τους αποστόμωσε λέγοντας ότι "σφύριξε επειδή θα έκαναν"... Για να μην χρησιμοποιεί συχνά το χάρισμά του αυτό, οι ομάδες πριν τον αγώνα τον πλήρωναν. Και από "ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ" γινόταν "ΜΗΤΕΡΑ ΤΕΡΕΖΑ".
Ο Σόλομον με πολύ χαρά δέχθηκε να παίξει... Πήρε ένα μεροκάματο καλό (το οποίο έβαλε σε ένα πουγκί κρεμασμένο στην μασχάλη του), ξεπούλησε και όλα τα σιντί, τα οποία αγόρασαν οι χωριανοί για να δείξουν ότι είναι και πολύ χάϊ τεκ, καθώς όλοι είχαν ακόμη κασετόφωνα! Φόρεσε την φανέλα της ομάδας και μπήκε μέσα για να κάνει προθέρμανση. Οι υπόλοιποι παίκτες δεν ήξεραν τι είναι η προθέρμανση... Τέλειωσαν τις μπύρες που είχαν ανοίξει (ενεργειακό ποτό), ρεύτηκαν, τράβηξαν από μια τζούρα από τα Μάλμπορο και μπήκαν στον αγωνιστικό χώρο. Οι οπαδοί του ΠΑΞ άρχισαν να φωνάζουν ρατσιστικά συνθήματα για τον μαύρο... Ένας επόπτης πήρε το δελτίο του και διάβασε "ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΝΕΛΟΠΟΥΛΟΣ"... Του φάνηκε περίεργο. 'Ελληνας είναι; ρώτησε τον αρχηγό του ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗ... "Ναι" του απάντησε! "Είναι από την Αμαλιάδα... Γι'αυτό είναι σαν γύφτος"!
Ο Κοσιάς απόρησε με την παρουσία του μαύρου... Θεώρησε ότι είναι παίκτης υψηλής κατηγορίας. Τουλάχιστον Δ' Εθνικής!!! Γι'αυτό και προσπάθησε να επιβληθεί στο γήπεδο με κινήσεις αλά Βαμβακούλα. Το μαυράκι, όπως πάτησε μια τρεχάλα, αρπάζει την μπάλα, περνάει όλη την άμυνα και βάζει Γκολ στο 4ο λεπτό... Χαμός στην εξέδρα του ΚΑΠΝΕΡΓΑΤΗ!!! Γίνεται σέντρα, η μπάλα στον Κοσιά, ο Σόλομον αρπάζει την μπάλα, περνάει την άμυνα και βάλει δεύτερο Γκολ στο 5ο λεπτό... Οι οπαδοί της ΠΑΞ είχαν αρχίσει να ωρύονται. Στην πραγματικότητα δεν είχαν συνηθίσει σε τέτοιου είδους αντιαθλητικό ποδόσφαιρο... Πάντα στους αγώνες οι παίκτες ήταν στάσιμοι, συνήθως λαχανιασμένοι από τις μπύρες και το κάπνισμα και απλώς πάσαραν την μπάλα.
Κάποια στιγμή ο Κοσιάς αποφάσισε να ενεργοποιηθεί... Προσπαθούσε επιμελώς να κλαδέψει τον Ιουδαίο, αλλά δεν τον προλάβαινε. Είχε φτάσει στο 89 και έφαγαν 14 γκολ!!! Στο 90 ο Ιουδαίος έτρεχε για το τελευταίο και πιο ηρωικό γκολ... Εκεί ο Κοσιάς, σε μια σωματική υπέρβαση ψυχής, τον πρόλαβε και υπήρξε μια ιστορική καλαμιά!!!
Τόσο ιστορική, που ο Μήτσος Μπλέτσας
συμπέρανε :Ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ πάντες γαρ το ίδιο είμαστε μπροστά στον Κοσιά...!!!
Στο γήπεδο... λίγα μέτρα από το τέρμα του ΠΑΞ στεκόταν παράλυτος από τον πόνο ο φτωχός Σόλομον... Τα δάκρυα ξεχείλιζαν. Πιο κάτω ήταν το πουγκί με το μεροκάματό του... Αλλά πιο κάτω ήταν με σπασμένο το πόδι, αυτός ο ίδιος ο αιώνιος ο Κοσιάς με τ'όνομα. Το βουνό είχε πέσει... Ο Κοσιάς, κοσιεύτηκε.
Εκείνη την στιγμή έπεσε ο στοιχειώδης φράκτης του γηπέδου και καμια τριανταριά ΠΑΞίτες όρμησαν προς τον μαύρο για να τον λιντσάρουν. Ο πρόεδρος έτρεξε να τον βοηθήσει, αλλά αυτός δεν είχε καταλάβει τι γινόταν. Νόμιζε ότι τα 14 γκολ που έβαλε θα του τα αναγνώριζαν. Δεν ήξερε τι πάει να πει Ξηρόμερο... Ο Μήτσο Μπλέτσας όμως ήξερε τι θα πει και ανέκραξε όσο πιο δυνατά μπορούσε: ΑΡΟΝ ΤΟ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ ΣΟΥ ΚΑΙ ΠΕΡΠΑΤΕΙ...
Ο Σόλομον κοίταξε τότε πίσω και μόλις είδε το πλήθος των οπαδών με τους σιδηρολοστούς και τα παλούκια, αν και σακατεμένος από το χτύπημα του Κοσιά, πετάχτηκε επάνω, πήρε το μεροκάματό του και έφυγε τρέχοντας μέσα σε ένα χωράφι με καπνά...

Και αυτό ήταν ένα ακόμη θαύμα του Μήτσου Μπλέτσα...