Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Οι Νοτιοαμερικάνες φίλες μου...


Τα ανήψια μου, κατοικούν τα δυο στην Αθήνα και το άλλο στην Άρτα... Έχουν όμως την ίδια αγαπημένη, μια πιστή φίλη και ίσως το μόνο κοριτσάκι που της μιλάνε σχεδόν καθημερινά. Δεν έχει καμία σημασία το γεγονός ότι δεν είναι αληθινό πρόσωπο, έχει όμως σημασία ότι μπορεί και τους έχει κερδίσει, στην μάχη των εντυπώσεων, των χιλιάδων παραστάσεων που σήμερα κυκλώνουν τα παιδιά.
Είναι η Ντόρα η Εξερευνήτρια, η οποία αποτελεί το αγαπημένο κοριτσάκι του θείου τους. Ίσως αν είχα μιαν ανηψιούλα, να αγαπούσα αυτήν περισσότερο, αλλά αυτή τη στιγμή η Ντόρα είναι και η δικιά μου αγαπημένη... Γιατί μου αρέσει; Κυρίως επειδή μέσω αυτής μπορώ και επικοινωνώ καλύτερα με τα ανήψια μου, μιλάω τον δικό τους κώδικα και μπορώ να κατανοώ άμεσα την συμπεριφορά τους. Ποιός θα το έλεγε ποτέ ότι η έκφραση "αλεπού κλέφτρα", όταν απαγγέλλεται τρις σημαίνει την καταγγελία και αποτροπή μιας κακής πράξης; Ποιός θα το έλεγε ότι τα αγγλικά θα ήταν πλέον μια καθημερινότητα στην προσχολική επικοινωνία;
Κυρίως μου αρέσει για τον εξής λόγο: είναι μια μελαχροινή, σχεδόν μιγάδα πιτσιρίκα, με έντονη προσωπικότητα, διάθεση για περιπέτεια, με οικολογικές ευαισθησίες, με περιβαλλοντική συνείδηση και ενεργητική διάθεση...
Καμιά σχέση με τα πρότυπα της Μπάρμπι και της Μπιμπι Μπο (άντε και της Σάρα Κέϊ), που γαλουχήθηκαν τα θηλυκά της εποχής μου, όπου σκοπός τους ήταν ένας πλούσιος γάμος.
Στο υποσυνείδητό μου ο Ντόρα η εξερευνήτρια παραπέμπει και κάπου αλλού, σε έναν πρωτοεφηβικό έρωτα των κόμικ στρίπτς. Η Αργεντινή Μαφάλντα του Quino είχε την ίδια στάση για την ζωή, αν και σπανίως έφευγε από τα στενά όρια του μπουρζουαστικού (σικ) διαμερίσματος των γονιών της και τα δρομάκια της γειτονιάς της. Και όμως μέσα σε αυτήν την κλισέ κατάσταση γεννήθηκε η μεγαλύτερη επανάσταση στις ψυχές των εφήβων, όπου μέσα από τις θανατηφόρες ατάκες της μικρής Ντόρας της Εξερευνήτριας των πόλεων, γεννήθηκαν ερωτήματα και ανάγκες που δεν αποσβήστηκαν ποτέ...
Ίσως οι Νοτιοαμερικάνες αυτές ηρωίδες να είναι το μέσο για να γαλουχηθούν πολλές ακόμη γενιές... Είναι βέβαιο ότι ακόμη και μπροστά στην τηλεόραση, ένα σποράκι θα δεχθούν τα ανήψια μου, όπως κι εγώ άλλωστε δέχθηκα από την Μαφάλντα στα 13 μου (και ελπίζω κάποτε να πάρουν τα παλιά μου κόμικ)!

Από τις σπάνιες φορές που οι γυναίκες γεννούν και οι άνδρες τίκτουν...

Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2008

Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...


Ποιός να σου το' λεγε Εμμανουήλ; Σπουδές, πτυχία, δουλειά και εκπαίδευση... Μεταφράσεις και διασκευές, όλη η ζωή σου γύρω απ'την τέχνη του λόγου. Αγώνας και αγωνία για τις δάφνες της δόξας των Μουσών; Έναν στέφανο μνήμης στον ποιητή με το τόσο σπουδαίο όνομα... Εμμανουήλ Καίσαρ!!! Αληθινός Καίσαρ, σε μια θάλασσα ποιητών πληβείων...(;)
Και έμεινες πίσω, σε μας, από μια σου φράση "Φαίνεται πια πως τίποτα - τίποτα δεν μας σώζει...", σε μια στιγμή δημιουργικής ποιητικής μελαγχολίας, μιαν ανάσα της λογοτεχνικής μόδας της εποχής σου (Ο Κώστας Στεργιόπουλος διακρίνει στο έργο του δυο φάσεις, την πρωιμότερη που κυριαρχείται από στοιχεία νεορομαντισμού και κοσμοπολιτισμού (στα χνάρια του Κώστα Ουράνη) και τη δεύτερη, που σηματοδότησε το πέρασμά του στο συμβολιστικό ρεύμα και την καθαρή ποίηση των Baudelaire, Valery, Mallarme, αλλά και του Απόστολου Μελαχρινού). Κανείς όμως κι αυτήν δεν την θυμάται! Ανάξια λόγου ή ένας στίχος που φρόντισε να σβήσει, χαράσσοντάς την βαθύτερα στην συλλογική μας μνήμη, η αρμύρα στα μάτια ενός ασυρματιστή του εμπορικού μας ναυτικού (χωρίς σπουδές, χωρίς πτυχία, χωρίς εκπαίδευση και μεταφράσεις)... ; Λιτά, απλά και ελληνικά (ό,τι κι αν αυτό σημαίνει), φρόντισε να σου δώσει τις δάφνες της αιωνιότητας που ίσως επιθυμούσες όταν έσβηνες από το ζάχαρο σε εκείνο το παλιό Νοσοκομείο της Αθήνας.
Ίσως εκεί που πράγματι, φαινόταν πια πως τίποτα - τίποτα δε σε σώζει, να έκανες εκείνο το τελευταίο όμορφο ταξίδι που ο θαλασσινός Καββαδίας απάντησε σε Σένα, έναν ποιητή, ως απόκριση σε έναν πρόσκαιρο, ίσως και επιπόλαιο πεσιμισμό σου:

Ξέρω εγώ κάτι που μπορούσε Καίσαρ να σε σώσει
Κάτι που πάντα βρίσκεται σε αιώνια εναλλαγή
Κάτι που σκίζει τις θολές γραμμές των οριζόντων
Και ταξιδεύει αδιάκοπα την ατελείωτη γη

Κάτι που θα 'κανε γοργά να φύγει το κοράκι
Που του γραφείου σου πάντοτε σκεπάζει τα χαρτιά
Να φύγει κράζοντας βραχνά χτυπώντας τα φτερά του
Προς κάποια ακατοίκητη κοιλάδα του νοτιά

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Οι πολιτείες ξένες να μας δέχονταν
οι πολιτείες οι πιο απομακρυσμένες
Κι εγώ σ’ αυτές απλά να σε εσύσταινα
σαν σε παλιές γλυκές μου αγαπημένες

Κάτι που θα ‘κανε τα υγρά παράδοξα σου μάτια
Που αβρές μαθητριούλες τ’ αγαπούν και σιωπηροί ποιητές
Χαρούμενα και προσδοκία γεμάτα να γελάσουνε
Με κάποιο τρόπο που όπως λεν δεν γέλασαν ποτέ

Γνωρίζω κάτι που μπορούσε βέβαια να σε σώσει
Εγώ που δεν σε γνώρισα ποτέ για σκέψου εγώ
Ένα καράβι να σε πάρει Καίσαρ να μας πάρει
Ένα καράβι που πολύ μακριά θα τ’οδηγώ

Μακριά πολύ μακριά να ταξιδεύουμε
κι ο ήλιος πάντα μόνους να μας βρίσκει
Εσύ τσιγάρο CAMEL να καπνίζεις ναι
κι εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey

Και μια βραδιά στην Μπούρμα ή στην Μπατάβια
Στα μάτια μιας ινδής που θα χορέψει
Γυμνή στα 17 στιλέτα ανάμεσα
θα δείτε την Γκρέτα να επιστρέψει

Καίσαρ, από ένα θάνατο σε κάμαρα,
κι’ από πεζό χωμάτινο ένα μνήμα,
δε θα ‘ναι ποιητικώτερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;

Λόγια μεγάλα, ποιητικά, ανεκτέλεστα,
λόγια κοινά, κενά, «καπνός κι αθάλη»,
που ίσως διαβάζοντας τα να με οικτείρετε,
γελώντας και κουνώντας το κεφάλι.

Η μόνη μου παράκληση όμως θα ‘τανε,
τους στίχους μου να μην ειρωνευθήτε.
Κι’ όπως εγώ για έν’ αδερφό εδεήθηκα,
για έναν τρελόν εσείς προσευχηθήτε.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

1.101.010

Μια ζωή την έχουμε...
Ένα φιλμ φιλί στην ανθρωπιά και το όνειρο, που απέχει παρασάγγας από τον σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο της ψευτογκλαμουριάς, της πλαστικής μιζέριας και του κουτοπόνηρου τρόπου ζωής ή life style...



Ένα εκατομμύριο εκατόν μία χιλιάδες και δέκα...
Ένα εκατομμύριο εκατόν μία χιλιάδες και δέκα ευχαριστώ στον Δημήτρη Μυράτ...
Ένα εκατομμύριο εκατόν μία χιλιάδες και δέκα εύγε στο ασπρόμαυρο φιλμ που μας θυμίζει πως κάποτε, ναι... είμασταν άνθρωποι!

Της Μαρίας το Ανάγνωσμα


Στεναχωρήθηκα πολύ...
Ο έρωτας της Μαρίας Πολυδούρη για τον Κώστα Καρυωτάκη είναι τόσο σκοτεινός, τόσο πένθιμος, αληθινή χαρμολύπη. Δοξάζεται ο θάνατος, ως ένα γλυκύ έαρ, του παθιασμένου έρωτα.

Απόμεναν στην ίδια τους πικρία, κρεμασμένοι
έτσι μοιραία και θλιβερά στο «βράχο» του κινδύνου.
Κι’ όταν πια τους χαιρέτισες, οι αιώνια απελπισμένοι
ψάλαν μαζί κάποια στροφή καθιερωμένου θρήνου.

Αλήθεια, πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα ο "επαναστάτης" ποιητής; Πόσα χρόνια πέρασαν από τότε που η ενθουσιώδης μελαγχολία ξεπέρασε τον ποιητικό οίστρο μιας Μούσας και έγινε ειδεχθής αυτόχειρος πράξη, μια ματαιοδοξία της στιγμής και ίσως ένα απονενοημένο διάβημα ύστατης λογοτεχνικής αναγνώρισης... Ή απαξία;



Πίσω όμως έμεινε η Μαρία... Η αληθινά σκοτωμένη της ζωής, καταραμένη να υπομένει στην θλίψη τα ερεθίσματα της Μούσας, την αγωνία της έκφρασης και τον σπαραγμό του πένθους. Άραγε είπε ποτέ: "αν είχαμε αλλάξει τρόπο σκέψης, τρόπος ζωής, αυτός θα είχε ζήσει"; Στέκει και αφιερώνεται στην μνήμη του πεθαμένου, στο πένθος της υπέρβασής του. Από έρωτα; Από Αγάπη; Από περηφάνια;... Όχι, αλλά από ποίηση:

Λοιπόν γιατί να δέχωμαι το κάλεσμα της Μούσας;
Σαρκάζει η πίστη μέσα μου των θείων και των γηίνων.
Μια ανόσια Λύρα των παθών σε μένα δεν ταιριάζει.
Εμένα τα τραγούδια μου ήταν μόνο για Κείνον.